τοσκανικός

τοσκανικός
-ή, -ό, Ν [Τοσκάνη]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Τοσκάνη τής Ιταλίας ή που προέρχεται από αυτήν («τοσκανικό κρασί»)
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Τοσκανική
γλωσσ. ιταλική διάλεκτος, γλώσσα τής Τοσκάνης από την οποία προέκυψε η γλώσσα τής ιταλικής λογοτεχνίας και η καθομιλουμένη ιταλική
3. φρ. «τοσκανικός ρυθμός»
αρχαιολ. ο απλούστερος από τους πέντε ρυθμούς τής ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής ο οποίος αποτελούσε παραλλαγή τού ελληνικού δωρικού ρυθμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τοσκανικός ρυθμός — Ονομάζεται έτσι ο αρχαιότερος και πιο απλός από τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς των Ρωμαίων. Αποτελεί αρχαϊκή παραλλαγή του ελληνικού δωρικού ρυθμού, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η έλλειψη τρίγλυφων ραβδώσεων στους κίονες πάνω στο… …   Dictionary of Greek

  • Αμβέρσα — (γαλλ. Anvers,φλαμ. Antwerpen).Πόλη (446.525 κάτ. το 2000) του βόρειου Βελγίου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.867 τ. χλμ., 1.652.500 κατ. το 2002). Η Α. είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμόκολπου του Σέλντε (Εσκό), σε απόσταση 88 χλμ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”