- τοσκανικός
- -ή, -ό, Ν [Τοσκάνη]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Τοσκάνη τής Ιταλίας ή που προέρχεται από αυτήν («τοσκανικό κρασί»)2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Τοσκανικήγλωσσ. ιταλική διάλεκτος, γλώσσα τής Τοσκάνης από την οποία προέκυψε η γλώσσα τής ιταλικής λογοτεχνίας και η καθομιλουμένη ιταλική3. φρ. «τοσκανικός ρυθμός»αρχαιολ. ο απλούστερος από τους πέντε ρυθμούς τής ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής ο οποίος αποτελούσε παραλλαγή τού ελληνικού δωρικού ρυθμού.
Dictionary of Greek. 2013.